Άλφελντ

Άλφελντ
(Alföld, ουγγ. Nagy-Alfοld). Χαμηλή πεδινή περιοχή της κεντρικής Ουγγαρίας, που περιλαμβάνει τις πεδιάδες μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα (γι’ αυτό λέγεται και ουγγρική Μεσοποταμία), τη λοφώδη περιοχή που εκτείνεται στα Δ από τον Δούναβη έως την ανατολική όχθη της λίμνης Μπάλατον και ονομάζεται Μέτζεφελντ και τέλος τα βαθύπεδα που από τον Τίσα εκτείνονται στα Α έως τις δυτικές προσβάσεις των λόφων της Τρανσυλβανίας. To έδαφος της περιοχής έχει ιζηματογενή προέλευση και το κλίμα της είναι ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες, πολύ ζεστά καλοκαίρια και μικρές βροχοπτώσεις. Ο πληθυσμός της είναι σχετικά πυκνός και ασχολείται κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία· ζωηρή εμπορική και βιομηχανική κίνηση παρουσιάζουν οι μεγαλύτερες πόλεις, Μπάγια, Κέτσκεμετ, Σέγκεντ, Κσόγκραντ, Σόλνοκ, Μπέκεστσαμπα και Ντέμπρετσεν. Αποξηραμένες πιπεριές, τυπικό προϊόν του Άλφελντ της Ουγγαρίας (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • ορθολογισμός — I (Αρχιτ.). Στην αρχιτεκτονική, τάση που θεωρείται θεμελιώδης στις σύγχρονες εξελίξεις της ευρωπαϊκής και εξωευρωπαϊκής τέχνης. Το προσόν της είναι ότι προώθησε έναν ενιαίο και νέο ρυθμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής και των εφαρμοσμένων τεχνών,… …   Dictionary of Greek

  • Γκρόπιους, Βάλτερ — (Walter Gropius, Βερολίνο 1883 – Λίνκολν, Μασαχουσέτη 1969).Γερμανός αρχιτέκτονας και θεωρητικός. Υπήρξε ο ιδρυτής του Μπάουχαους (Bauhaus). Καταγόταν από οικογένεια στην οποία το επάγγελμα του αρχιτέκτονα αποτελούσε παράδοση. Παρακολούθησε πρώτα …   Dictionary of Greek

  • Τίσα — (Tisza ουγγρικά, Τίσα ρωσικά, Tissa τσεχικά, σερβοκροατικά και ρουμανικά, Theis γερμανικά). Ποταμός της δουναβοκαρπαθικής Ευρώπης, αριστερός παραπόταμος του Δούναβη. Πηγάζει στην Υπερκαρπαθία ή Υποκαρπαθική Ρουθηνία, στην Ουκρανία, από τη συμβολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”